- πυροσβέστες
- пожарникари
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
πυροσβεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πυροσβέστες 2. φρ. α) «πυροσβεστική τεχνολογία» χαρακτηρισμός τού συνόλου τών τεχνικών μέσων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη, την ανίχνευση και την καταστολή πυρκαγιών β)… … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
άκαυτος — η, ο 1. αυτός που δεν κάηκε: Λίγα ξύλα τούς έμειναν άκαυτα. 2. αυτός που δεν μπορεί να καεί: Οι πυροσβέστες φορούν στολές άκαυτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άφλεχτος — η, ο αυτός που δεν καίγεται, ανθεκτικός στη φωτιά: Οι πυροσβέστες φορούν ρούχα άφλεχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεξίπυρος — η, ο αυτός που προστατεύει από τη φωτιά: Οι πυροσβέστες διαθέτουν και αλεξίπυρες στολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντόπιση — εντόπιση, η και εντοπισμός, ο 1. ο περιορισμός σε συγκεκριμένο χώρο, η παρεμπόδιση επέκτασης: Οι πυροσβέστες πέτυχαν τον εντοπισμό της πυρκαγιάς. 2. ο ακριβής καθορισμός της θέσης κρυμμένου πράγματος ή ατόμου: Έγινε ο εντοπισμός των φυγόδικων. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)